- εἰδωλουργικός
- εἰδωλουργικός, ή, όν,A = εἰδωλοποιικός: -κή, ἡ, Pl.Sph.266d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειδωλουργικός — εἰδωλουργικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή εικόνων … Dictionary of Greek
εἰδωλουργικῆς — εἰδωλουργικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)